Ο Χρόνος που μας μεγαλώνει συμβάλει σαν δομικό υλικό στη σκέψη μας. Τον παρελθόντα χρόνο εμπιστευόμαστε για να καταφέρουμε τα μελλούμενα. Τα ντοκουμέντα του, άφτιαχτα και αστόλιστα, μας επαναπροσδιορίζουν αξίες που δεν πρέπει να χαθούν. Το ίδιο το παιχνίδι είναι το μέσον που μας κάνει να επανεξετάζουμε τον ανεπιστρεπτί χρόνο, τον χρόνο που αφήνουμε για να περάσουμε στην άλλη πραγματικότητα, αυτήν που μας στερεί την πρωτόγονη μαγεία, την πρώτη λανθάνουσα αθωότητα, το χτυποκάρδι, τη λαχτάρα του ευτελούς, του τίποτα.
Στην έκθεση δεν επιχειρώ να δείξω τη συλλογή μου, αλλά, μέσω αυτού του υλικού, να καταγράψω την πορεία του παιδιού στην Ελλάδα από το 1876 έως το 1960 περίπου. Η χώρα μας πέρασε και περνά πολλά δεινά. Η ιστορία της λάμπει, αν και τα σημάδια του πόνου είναι διάσπαρτα σε κάθε γωνιά της. Το παιχνίδι έχει τον δικό του χώρο και τούτο το γνωρίζουμε όλοι σχεδόν γιατί όλοι τον κατοικήσαμε. Σε αυτόν τον χώρο λοιπόν εξελίσσεται η ιστορία στην οποία και το παιδί πρωταγωνιστεί στον πόλεμο, στον ξεριζωμό, στην πείνα, στον εμφύλιο, στην ουτοπία της προσωρινής οικονομικής ευμάρειας και σήμερα στα χρέη, στα δάκρυα, στην ταπείνωση.
Η έκθεση κορυφώνεται στην ίδια την ομορφιά του παιχνιδιού. Είναι το οριζόντιο φως που ορίζει ένα χώρο σαν κιβωτός, λες και θέλουμε να διαφυλάξουμε ό,τι πολυτιμότερο από την έννοια άνθρωπος. Την παιδική ηλικία που πάντα υπόσχεται!
Υποβολή απάντησης