Η Τέχνη Σημαίνει.
Σημαίνει: εις γνώσιν εφέλκεται και επιτάττει, σηματίζει από ίχνους. Λέγει ο Σοφοκλής: «Σημαίνει δ’ ότι μόνης τοδ’ εστίν Ισμήνης φίλον κάρα». Επιδιώκω, δι’ ελαχίστων σημαίνειν πολλαπλάσια. Της αυτής ίσως αξίας για ‘μένα τα λεγόμενα με τα επιλεκτικώς σιωπώμενα. «Ολιγόλογη συνομιλία, πολύλογη σιωπή» λέγει η Ακακία Κορδόση αναφερόμενη στο έργο μου. Και ο Φιλόστρατος: «Παλαμήδης εύρε τα γράμματα ουχ υπέρ του γράφειν μόνον αλλά και υπέρ του γιγνώσκειν α δει μη γράφειν».
Από τα χρόνια των σπουδών μου στη Σχολή Καλλών Τεχνών, κατά τις αναγνώσεις μου αρχαίων κειμένων, άρχισα να καταγράφω σχόλια και παρατηρήσεις διαφόρων ιστορικών και φιλοσόφων, για τα σημαινόμενα εις την Τέχνη της αρχαιότητος. Έτσι ολίγον κατ’ ολίγον και σε συνδυασμό με την εποπτική γνώση, που αποκτούσα από τις επισκέψεις μου στα Μουσεία, διεμόρφωσα συνείδηση της Ελληνικής σκέψεως όπως αυτή αφορά εις τα δια των Τεχνών επιδιωκόμενα. Ταυτοχρόνως και αναπόφευκτα άρχισα ν’ αντιπαραβάλω προς τούτη τη σκέψη όλα τα αποφθέγματα και τις θεωρίες, που υπήρχαν σε τρέχουσα χρήση για να υποστηρίζονται τα μοντέρνα, ή άλλως σύγχρονα έργα τέχνης…
Λάρισα – Συκούριο, Συκούριο – Λάρισα
Το δρομολόγιο των παιδικών μου χρόνων. Ο μικρός κάμπος πριν απ’ το Γκιντίκι, στα Φασουλαίικα και τα Λυτραίικα τσιφλίκια. Οι εναλλαγές των εποχών μέσα απ΄ το οργωμένο χώμα, το χλωρό σπάρτο, το κίτρινο στάχυ και οι καμένες καλαμιές να γράφουν ρίγες στο τοπίο. Η Λίμνη του Τοΐβασι – δεν υπάρχει πια – πλημμυρισμένη τον χειμώνα, με τα καραγάτσια να καθρεφτίζονται δίπλα στην επιφάνεια του νερού μέσα στην ομίχλη και οι αμυγδαλιές στο δρόμο για το χωριό, ανθισμένες την Άνοιξη, και πέρα μακριά η Χιονισμένη Κατσούλα του Κισσάβου.
Λάρισα – Αθήνα, Αθήνα – Λάρισα
Μνήμες φοιτητικές στο πηγαινέλα των διακοπών μέσα απ΄ τον Θεσσαλικό Κάμπο. Άλλη μεριά, ατέλειωτοι ομαλοί λόφοι ώσπου φτάνει το μάτι. Άλλη διάσταση, άλλοι ορίζοντες, άλλες εντυπώσεις, ζωγραφικής απεικόνισης. Ξανά το πέρασμα των εποχών πάνω στα χωράφια. Η ομορφιά και η γοητεία της απεραντοσύνης και τα μοναχικά δέντρα – καταφύγιο των αγροτών στην κάψα του καλοκαιριού – να στέκουν σιωπηλά, μάρτυρες στα σύνορα των κλήρων. Ζεστές νύχτες του Αυγούστου, ο κάμπος να φλέγεται, οι φωτιές να σέρνονται σαν πύρινοι δράκοι και να αφήνουν στο πέρασμα τους την ομορφιά της καμένης καλαμιάς, της κιτρινόμαυρης καμένης γης, της γκριζόμαυρης, ύστερα από ένα αεράκι που σκόρπισε τις στάχτες και τα καρβουνιασμένα στάχυα και η μυρωδιά του καμένου άχυρου να απλώνεται γλυκιά μέχρι τις έξω γειτονιές της παλιάς Λάρισας.
…. Απόψε καίνε καλαμιές….
Μνήμες παλιές, εντυπώσεις παλιές και τωρινές, παλιές επιθυμίες που η αποκλειστική για πολλά χρόνια ασχολία μου με το θέατρο με κράτησε μακριά τους, πιστεύω πως κατάφερα να τις μεταφέρω τίμια στις μικρές αυτές καλοκαιρινές ζωγραφιές΄ φόρος τιμής στον τόπο που μεγάλωσα, για τον κάμπο που αγάπησα, τον κάμπο της Λάρισας της πατρίδας μου.
Γιώργος Ζιάκας
*Ακρυλικά χρώματα σε καμβά, 70 x 80 cm
Το μάτι κινεί το χέρι
Και ο ουρανός τρέφει το μάτι
Ακουαρέλα σε πανί, 1,35 x 1,15 m
Συλλέγω την ερημιά που βρίσκεται γύρω μου απλωμένη, παντού. Την εγκλωβίζω σε κλειστό χώρο, ερμητικά για να μη διασπαρεί. Να σβήσει με το χρόνο στην μοναξιά και την σιωπή της.
Ανοίγω το σκοτεινό πέπλο του ουρανού να δω τον ήλιο.
Βλέπω το φως να απλώνεται παντού. Και χρώματα. Και μουσικές όλων των ειδών. Και ήχους από τη φύση, τους ανέμους και τα πουλιά.
Υψώνω την ματιά μου στο θολό του σύμπαντος και χάνομαι στις ζωγραφιές, τις φτιαγμένες από όλους τους ζωγράφους του κόσμου.
Νυχτώνει. Όλα μετατρέπονται σε αστέρια. Αυτά που ζουν μακριά από το δικό μας χρόνο. Αληθινά και ψεύτικα. Η Μεγάλη Άρκτος και η Μικρή. Ο Πολικός Αστέρας, ο Δίας, ο Έσπερος. Διαλέγω ένα από τα άπειρα ως άβατο τόπο λύτρωσης∙ από τα συνηθισμένα, τα ανυπόφορα και τα άτεχνα.
ΕΡΓΟ: “Οι ακρόλοφοι έβγαιναν στη θάλασσα”, Ζωγραφική σε Hardboard, 95 x 62 cm, 2014