Ζήκος Δέδος
«Ο δικός μου χώρος είναι ένας χώρος από σημεία που καταλήγουν σε γραμμές, ευθείες και καμπύλες, κάθετες, οριζόντιες και πλάγιες που εν συνεχεία γίνονται σχήματα … Αναλογίζομαι πολλές φορές για τα ασαφή τους όρια, νιώθω ότι υπάρχω γιατί αισθάνομαι, κατανοώ το μέσα και το έξω με βάση δεδομένα των αισθήσεων … το σώμα μου συρρικνώνεται και μεταμορφώνεται σε ένα τεράστιο βολβό ματιού και τότε όλα γίνονται κύματα φωτός, ιριδισμοί χρωμάτων.»[1]
Το εικαστικό έργο του Ζήκου Δέδου προσφέρει ένα ταξίδι στις αισθήσεις, ένα νοσταλγικό οδοιπορικό στις αναμνήσεις ενός κόσμου που προσλαμβάνεται μέσα από τη φυσική όραση και γίνεται βίωμα εικονοπλαστικό. Στις ελαιογραφίες του Δέδου ο οφθαλμός νοείται «ως παράθυρο του σώματος από όπου η ψυχή θεωρεί και χαίρεται την ομορφιά του κόσμου», για να δανειστούμε τα λόγια του Leonardo da Vinci. Ο «τεράστιος βολβός του ματιού» μετατρέπεται λοιπόν σε πρωταρχικό όργανο ερμηνείας μιας πραγματικότητας, εξίσου φαινομενικής και εσωτερικής, που επιζητεί να διεισδύσει στους «μυστηριώδεις» νόμους του αισθητού κόσμου.
Η τέχνη του Δέδου εντάσσεται στη σύγχρονη νεοπαραστατική ζωγραφική αλλά οι καταβολές της μπορούν να ανιχνευθούν στο νατουραλισμό του Vermeer, το ρομαντισμό του Friedrich, τη μεταφυσική ζωγραφική του De Chirico ή το γραφικό ρεαλισμό του Andrew Wyeth. Συνομιλώντας με τις αναζητήσεις καλλιτεχνών που επιδίωξαν να αποδώσουν την «αλήθεια» πέρα και πάνω από το τοπίο, τη νεκρή φύση, την αρχιτεκτονική αποτύπωση, ο Δέδος μεταμορφώνεται σε έναν επίμονο «θηρευτή εικόνων». Σέβεται την υλική υπόσταση των αντικειμένων με μια αφοπλιστική ειλικρίνεια αλλά στοχάζεται και γύρω από τη φύση και τη λειτουργία τους σε ένα κόσμο αποξενωμένο και ταυτόχρονα οικείο.
Στο εικαστικό σύμπαν του Δέδου μικρόκοσμος και μακρόκοσμος παρουσιάζονται ως διαστάσεις της ίδιας πραγματικότητας. Είτε μέσα από εικόνες λουλουδιών σε ένα εσωτερικό χώρο, είτε μέσα από στιγμιότυπα ενός απογυμνωμένου και ερημικού αστικού ή φυσικού τοπίου, ο Δέδος εκμηδενίζει την ανθρώπινη μορφή αλλά υπαινίσσεται την παρουσία του καλλιτέχνη ως δημιουργού και του καλλιτέχνη ως θεατή που συν-αρθρώνουν τον εικαστικό χώρο. Θεωρούμενη ως αντανάκλαση του κόσμου μέσα μας, η τέχνη για το Δέδο είναι ένας είδος οπτικής αποκάλυψης του θαυμαστού κόσμου των χρωμάτων και των γραμμών ως ψυχικών και υλικών σημείων. Συνάμα εκφράζει τη μοναξιά του σύγχρονου καλλιτέχνη που επιχειρεί να βρει τη θέση του σε μια διαρκώς μεταβαλλόμενη κοινωνική πραγματικότητα, εμμένοντας στην αγάπη για την αναπαράσταση ως δυνατότητα μετουσίωσης των αισθήσεων σε μορφή – ως δυνατότητα ανακατασκευής του κόσμου μέσα από την ανάγκη για ρίζωμα στην εποχή της «ατελείωτης μετάβασης».
Βικτώρια Φερεντίνου
Ιστορικός τέχνης
Επίκουρη Καθηγήτρια, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.
Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
[1] Δέδος, Αναμνήσεις από τη Χώρα της Λήθης.